- στοματολόγος
- ο, η, Νγιατρός ειδικευμένος στη στοματολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatologist (< στόμα, -ατoς + -λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek